- πάταξον
- πατάσσωbeataor imperat act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πατάσσω — ΝΜΑ χτυπώ κάποιον δυνατά (α. «πάταξον μέν, ἄκουσον δέ...» β. «τὸν ἄρχοντα... ἐὰν μὲν ἐστεφανωμένον πατάξῃς ἢ κακῶς εἴπης, ἄτιμος», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. τιμωρώ αυστηρά («θα παταχθούν οι ταραξίες») 2. ταλαιπωρώ, βασανίζω («κρουφά κλεφτά την πάτασσε… … Dictionary of Greek